- ἀλειφατίτης
- ἀλειφᾰτίτης ἄρτος, ὁ, breadA baked with oil, Epich.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλειφατίτης — baked with oil masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλειφατίτης άρτος — ἀλειφατίτης ἄρτος, ο (Α) ψωμί παρασκευασμένο με προσθήκη λαδιού ή λίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφατα, πληθ. τής λ. ἄλειφαρ *] … Dictionary of Greek
ἀλειφατίτην — ἀλειφατίτης baked with oil masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλειφαρ — ἄλειφαρ ( ατος), το (Α) [ἀλείφω] η λ. ήδη μυκην. 1. μύρο, αρωματισμένο λάδι για επάλειψη ή το λίπος που χρησιμοποιείται ιδίως στις επικήδειες προσφορές 2. πίσσα, ρετσίνι ή άλλη κολλώδης ουσία, που χρησιμοποιούνταν για τη σφράγιση τών οινοδόχων… … Dictionary of Greek